Συνέντευξη με τον συγγραφέα Αντώνη Παπαϊωάννου «Άμα θέλω γίνομαι διάβολος»

της Χρυσσώς Κοντάκου

«Άμα θέλω γίνομαι διάβολος»
Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης

Συνέντευξη με τον συγγραφέα Αντώνη Παπαϊωάννου

Μιλάμε με τον Αντώνη Παπαϊωάννου που το πρόσφατα εκδοθέν μυθιστόρημά του, με τίτλο: «Άμα θέλω γίνομαι διάβολος» έκανε αίσθηση μιας και είναι το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης.

Πώς επιλέξατε να γράψετε ένα αστυνομικό για τα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης; Σας επηρέασε η συγκυρία για τον εορτασμό των 200 χρόνων;

Ξεκίνησε σαν παιχνίδι. Ήθελα να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, ενταγμένο στο ιστορικό κλίμα μιας άλλης εποχής. Η εποχή της επανάστασης προέκυψε πάνω σε συζητήσεις. Δεν είχα σκοπό να εκμεταλλευτώ τη συγκυρία, αλλά με γοήτευε η ιδέα ότι θα ήταν το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα που αναφέρεται σε  αυτή την εποχή. Ο εορτασμός των 200 χρόνων για μένα ήταν μια αφορμή να μάθω περισσότερα πράγματα για εκείνη την εποχή που νομίζουμε ότι την ξέρουμε, αλλά παραμένει ακόμα προς εξερεύνηση.

Και πώς την προσεγγίσατε;

Μέσα από πρωτογενείς κυρίως πηγές. Είναι εντυπωσιακό ότι σώζονται σχεδόν στο σύνολό τους αρχεία, εφημερίδες, διακηρύξεις, απομνημονεύματα που μπορεί να ανατρέξει κανείς, χωρίς να προσφεύγει σε ερμηνείες από δευτερογενείς πηγές που συχνά γίνονται και αντικείμενο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Εγώ στηρίχθηκα  κυρίως στα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ εφημερίδα που τυπωνόταν στο Μεσολόγγι, το τυπογραφείο της οποίας αποτελεί έναν από τους βασικούς χώρους της πλοκής του μυθιστορήματος.

Τι σας απασχόλησε περισσότερο; Η πλοκή ή το ιστορικό περιβάλλον

Σε ένα αστυνομικό η πλοκή είναι το βασικό στοιχείο, αλλά το περιβάλλον είναι αυτό που προσφέρει τη γοητεία στον αναγνώστη. Θα πρέπει να ισορροπούν και τα δύο. Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο ισχυρίζονται ότι διατήρησαν την αγωνία τους μέχρι το τέλος, αλλά και ότι απόλαυσαν το «ιστορικό» τους ταξίδι στην καθημερινή ζωή του Μεσολογγίου λίγο πριν την Έξοδο.
Πάντως παραμένει ένα αστυνομικό και όχι ένα ιστορικό βιβλίο παρόλο που τα ιστορικά πραγματολογικά στοιχεία που περιλαμβάνει ταυτίζονται με αυτά που μας παραδίδει η ιστοριογραφία.

Έχετε ασχοληθεί με διάφορα ήδη γραφής. Είστε γνωστός σαν στιχουργός, έχετε γράψει θέατρο, σενάρια για τηλεοπτικές σειρές. Πώς καταλήξατε στο αστυνομικό μυθιστόρημα;.

Δεν ξέρω αν κατέληξα σε αυτό ή είναι ακόμα ένα πέρασμα, μέχρι να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Το γράψιμο είναι η δουλειά μου. Εκτός από τα παραπάνω, έχω βιοποριστεί μέχρι σήμερα γράφοντας διαφημιστικά κείμενα, κείμενα για ντοκιμαντέρ, άρα δεν ήταν παράξενο να προκύψει και ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ή κάτι άλλο αύριο.

Υπάρχει πολλή συζήτηση αν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα είναι λογοτεχνία.

Αν κάποια γραφή γίνεται αποδεκτή ως λογοτεχνική, αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με το είδος, αλλά με τον τρόπο που γράφει κάποιος. Σήμερα βλέπουμε σημαντικούς λογοτέχνες να ασχολούνται με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Άλλωστε νομίζω πως χρησιμοποιείται ευρύτατα και ο όρος αστυνομική λογοτεχνία.

Τι θα αποκομίσει κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο σας;

Θέλω να ελπίζω, την απόλαυση της ανάγνωσης. Η ανάγνωση δεν είναι πειθαναγκασμός, αλλά μια επιλογή, άλλωστε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ο αναγνώστης το επιλέγει με εντελώς προσωπικά κριτήρια, αλλά και με συγκεκριμένες προσδοκίες.
Επίσης θα αποκομίσει μια αρκετά εκτεταμένη πληροφόρηση για μια σημαντική, ίσως την πιο δραματική ιστορική περίοδο μέσα σε όλα τα χρόνια του αγώνα. Έχει ενδιαφέρον να δούμε αν ένα βιβλίο που γράφεται με στόχο να διαβάζεται ευχάριστα, μπορεί να δημιουργήσει κίνητρο ή να προκαλέσει την περιέργεια για περαιτέρω διεύρυνση της ιστορικής μας γνώσης.

Ο τίτλος του βιβλίου είναι νομίζω μια φράση που είχε πει ο Καραϊσκάκης.

Ακριβώς! Είναι μια φράση που του αποδίδεται: «Όποτε θέλω γίνομαι άγγελος και όποτε θέλω γίνομαι πάλε διάβολος» και εκφράζει απόλυτα τον χαρακτήρα του και τις μεταπτώσεις του. Άλλωστε ο Καραϊσκάκης είναι παρών μέσα στο βιβλίο.

Υπάρχουν κι άλλα ιστορικά πρόσωπα που γίνονται σημεία αναφοράς στο βιβλίο;

Φυσικά. Υπάρχει ο Λόρδος Βύρων, αναφέρεται συχνά ο Μαυροκορδάτος, υπάρχει ο Μάγερ που διεύθυνε τα Ελληνικά Χρονικά, ο Μεσθενέας, ο τυπογράφος των Ελληνικών Χρονικών και αρκετά άλλα υπαρκτά πρόσωπα.

Πείτε μας δυο λόγια για την πλοκή του βιβλίου.

1824. Το ελεύθερο πλέον Μεσολόγγι έχει αντέξει στην πρώτη πολιορκία και οχυρώνεται για την πιθανότητα μιας δεύτερης. Η παρουσία του Λόρδου Βύρωνα και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου καθώς και η βοήθεια της φιλελληνικής κομητείας του Λονδίνου συμβάλλουν ώστε η πόλη να αποκτήσει σιγά σιγά τους ρυθμούς που ταιριάζουν σε μια ελεύθερη κοινωνία.

Ο φόνος της πανέμορφης κόρης ενός προκρίτου της πόλης είναι μια μελανή κηλίδα, μέσα στο κλίμα ευφορίας που επικρατεί. Η αστυνομία Αιτωλίας αδυνατεί να πράξει τα δέοντα επιφορτισμένη περισσότερο με την εξυπηρέτηση της εικόνας του Μαυροκορδάτου και της Διοίκησης.

Ένας νεαρός στοιχειοθέτης στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά, που εκδίδεται εκείνη την περίοδο στο Μεσολόγγι, με προϋπηρεσία στην αυλή του Αλή Πασά και σπουδές στην Τεργέστη κάνει για δικούς του λόγους, προσωπικό του χρέος την αναζήτηση του δολοφόνου και την εξιχνίαση του εγκλήματος. Μετατρέπεται σε έναν πρώιμο ντετέκτιβ στα χρόνια της επανάστασης.

Η δεύτερη πολιορκία, ο λιμός και η ηρωική έξοδος που έρχονται στη συνέχεια, θα τον κάνουν να ξεχάσει το προσωπικό του χρέος ή θα καταφέρει να φτάσει στον στόχο του;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *